κοιτωνοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_4) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιτωνοφύλαξ''': -ᾰκος, ἡ, «ἡ τοῦ θαλάμου ἐπιμελουμένη» Ἡσύχ. ἐν λ. [[θαλαμηπόλος]]. | |lstext='''κοιτωνοφύλαξ''': -ᾰκος, ἡ, «ἡ τοῦ θαλάμου ἐπιμελουμένη» Ἡσύχ. ἐν λ. [[θαλαμηπόλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κοιτωνοφύλαξ]], -ακος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[φύλακας]] του κοιτώνα, [[θαλαμηπόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιτών]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αρχειο</i>-[[φύλαξ]], <i>θαλαμο</i>-[[φύλαξ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:41, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A guardian of the bed-chamber, Apion ap. Hsch. s.v. θαλαμηπόλος.
German (Pape)
[Seite 1471] ακος, ὁ, Wächter des Schlafzimmers, Hesych. v. θαλαμηπόλος.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτωνοφύλαξ: -ᾰκος, ἡ, «ἡ τοῦ θαλάμου ἐπιμελουμένη» Ἡσύχ. ἐν λ. θαλαμηπόλος.
Greek Monolingual
κοιτωνοφύλαξ, -ακος, ὁ, ἡ (Α)
φύλακας του κοιτώνα, θαλαμηπόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιτών + φύλαξ (πρβλ. αρχειο-φύλαξ, θαλαμο-φύλαξ)].