ὑφειμένως: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑφειμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ὑφίημι]], ἀμελῶς, χαλαρῶς, ἧττον βιαίως ἢ αὐθαδῶς, Λατ. submisse, ὁ δὲ Μηδοσάδης [[μάλα]] δὴ [[ὑφειμένως]]... ἔφη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 16, Φιλόστρ. 536· ὑφ. ἔχειν [[πρός]] τινα Ἀριστείδ. 2. 137. | |lstext='''ὑφειμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[ὑφίημι]], ἀμελῶς, χαλαρῶς, ἧττον βιαίως ἢ αὐθαδῶς, Λατ. submisse, ὁ δὲ Μηδοσάδης [[μάλα]] δὴ [[ὑφειμένως]]... ἔφη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 16, Φιλόστρ. 536· ὑφ. ἔχειν [[πρός]] τινα Ἀριστείδ. 2. 137. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφειμένος]] de [[ὑφεῖμαι]], [[ὑφίημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ὑφίημι,
A in a subdued tone or manner, X.An.7.7.16, Philostr.VS1.25.5; ὑ. ἔχειν πρός τινα Aristid. 2.137J.
Greek (Liddell-Scott)
ὑφειμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὑφίημι, ἀμελῶς, χαλαρῶς, ἧττον βιαίως ἢ αὐθαδῶς, Λατ. submisse, ὁ δὲ Μηδοσάδης μάλα δὴ ὑφειμένως... ἔφη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 16, Φιλόστρ. 536· ὑφ. ἔχειν πρός τινα Ἀριστείδ. 2. 137.