ποταμηγός: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποτᾰμηγός''': -όν, (ἄγω) ἐπὶ ποταμίου σκάφους, [[κυρίως]] τοῦ ῥυμουλκουμένου ἐκ τῆς ξηρᾶς, ἀγομένης εἰς τὴν Ρώμην ἀγορᾶς ἐν σκάφαις ποταμηγοῖς Διον. Ἁλ. 2. 53, 55., 3. 56. | |lstext='''ποτᾰμηγός''': -όν, (ἄγω) ἐπὶ ποταμίου σκάφους, [[κυρίως]] τοῦ ῥυμουλκουμένου ἐκ τῆς ξηρᾶς, ἀγομένης εἰς τὴν Ρώμην ἀγορᾶς ἐν σκάφαις ποταμηγοῖς Διον. Ἁλ. 2. 53, 55., 3. 56. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, Α<br /><b>φρ.</b> «ποταμηγὸν [[σκάφος]]» — [[ποταμόπλοιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πλο</i>-<i>ηγός</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 29 September 2017
English (LSJ)
όν, (ἄγω)
A towed upon a river, going by river, σκάφαι D.H.2.53,55, 3.56.
German (Pape)
[Seite 688] auf dem Flusse geführt, gezogen, von Schiffen, auf Flüssen fahrend, D. Hal. 2, 53.
Greek (Liddell-Scott)
ποτᾰμηγός: -όν, (ἄγω) ἐπὶ ποταμίου σκάφους, κυρίως τοῦ ῥυμουλκουμένου ἐκ τῆς ξηρᾶς, ἀγομένης εἰς τὴν Ρώμην ἀγορᾶς ἐν σκάφαις ποταμηγοῖς Διον. Ἁλ. 2. 53, 55., 3. 56.
Greek Monolingual
-όν, Α
φρ. «ποταμηγὸν σκάφος» — ποταμόπλοιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. πλο-ηγός, με έκταση λόγω συνθέσεως].