αἴτησις: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἴτησις''': -εως, ἡ, [[παράκλησις]], [[ἀπαίτησις]], Ἡρόδ. 7. 32. Ἀντιφῶν 129, 40. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ [[αἴτημα]], λῆψίς τινος ὡς δεδομένου, τῆς ἀποκρίσεως, Ἀριστ. Ἑρμ. 11. 3. | |lstext='''αἴτησις''': -εως, ἡ, [[παράκλησις]], [[ἀπαίτησις]], Ἡρόδ. 7. 32. Ἀντιφῶν 129, 40. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ [[αἴτημα]], λῆψίς τινος ὡς δεδομένου, τῆς ἀποκρίσεως, Ἀριστ. Ἑρμ. 11. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />demande, prière.<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A request, demand, Hdt.7.32, Antipho 5.4, POxy.1024.20 (ii A. D.); ἡ ἐρώτησις ἀποκρίσεώς ἐστιν αἴ. Arist.Int.20b22.
Greek (Liddell-Scott)
αἴτησις: -εως, ἡ, παράκλησις, ἀπαίτησις, Ἡρόδ. 7. 32. Ἀντιφῶν 129, 40. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ αἴτημα, λῆψίς τινος ὡς δεδομένου, τῆς ἀποκρίσεως, Ἀριστ. Ἑρμ. 11. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
demande, prière.
Étymologie: αἰτέω.