θριγκώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θριγκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θριγκῷ, Ἡσύχ. ἐν λ. [[αἱμασιά]].
|lstext='''θριγκώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θριγκῷ, Ἡσύχ. ἐν λ. [[αἱμασιά]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θριγκώδης]], -ες (Α) [[θριγκός]]<br />όμοιος με θριγκό.
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θριγκώδης Medium diacritics: θριγκώδης Low diacritics: θριγκώδης Capitals: ΘΡΙΓΚΩΔΗΣ
Transliteration A: thrinkṓdēs Transliteration B: thrinkōdēs Transliteration C: thrigkodis Beta Code: qrigkw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a coping, Hsch. s.v. αἱμασιαί.

German (Pape)

[Seite 1218] ες, einem θριγκός ähnlich, Hesych. αἱμασιά.

Greek (Liddell-Scott)

θριγκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θριγκῷ, Ἡσύχ. ἐν λ. αἱμασιά.

Greek Monolingual

θριγκώδης, -ες (Α) θριγκός
όμοιος με θριγκό.