μοιχάγρια: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοιχάγρια''': τά, ([[ἄγρα]]) [[πρόστιμον]] ἐπιβαλλόμενον εἰς τὸν ἐπὶ μοιχείᾳ ληφθέντα, μοιχάγρ’ ὀφέλλει Ὀδ. Θ. 332. - Καθ’: Ἡσύχ.: «[[μοιχάγρια]]· τὰ τῆς μοιχείας ἀγρεύματα, ὁ γὰρ ληφθεὶς ἐπὶ μοιχείᾳ ζημιοῦται». | |lstext='''μοιχάγρια''': τά, ([[ἄγρα]]) [[πρόστιμον]] ἐπιβαλλόμενον εἰς τὸν ἐπὶ μοιχείᾳ ληφθέντα, μοιχάγρ’ ὀφέλλει Ὀδ. Θ. 332. - Καθ’: Ἡσύχ.: «[[μοιχάγρια]]· τὰ τῆς μοιχείας ἀγρεύματα, ὁ γὰρ ληφθεὶς ἐπὶ μοιχείᾳ ζημιοῦται». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων ([[τά]]) :<br />amende que paie l’adultère pris sur le fait.<br />'''Étymologie:''' [[μοιχός]], [[ἀγρέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
τά, (ἄγρα)
A fine imposed on one taken in adultery, μοιχάγρι' ὀφέλλει Od.8.332.
Greek (Liddell-Scott)
μοιχάγρια: τά, (ἄγρα) πρόστιμον ἐπιβαλλόμενον εἰς τὸν ἐπὶ μοιχείᾳ ληφθέντα, μοιχάγρ’ ὀφέλλει Ὀδ. Θ. 332. - Καθ’: Ἡσύχ.: «μοιχάγρια· τὰ τῆς μοιχείας ἀγρεύματα, ὁ γὰρ ληφθεὶς ἐπὶ μοιχείᾳ ζημιοῦται».
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
amende que paie l’adultère pris sur le fait.
Étymologie: μοιχός, ἀγρέω.