ὑπεράριθμος: Difference between revisions
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
(6_17) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεράριθμος''': -ον, ὁ [[ὑπὲρ]] τὸν συνήθη ἢ ἀπαιτούμενον ἀριθμόν, ὑπεράριθμοι σχολαρίων Προκοπ. Ἀνέκδ. 24, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙ. ὁ [[ὑπὲρ]] πάντα ἀριθμόν. Ἀναστ. Σιν. 56Β, κλπ. | |lstext='''ὑπεράριθμος''': -ον, ὁ [[ὑπὲρ]] τὸν συνήθη ἢ ἀπαιτούμενον ἀριθμόν, ὑπεράριθμοι σχολαρίων Προκοπ. Ἀνέκδ. 24, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙ. ὁ [[ὑπὲρ]] πάντα ἀριθμόν. Ἀναστ. Σιν. 56Β, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπεράριθμος]], -ον, ΝΜ<br />(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που [[είναι]] [[πέρα]] από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, [[παραπανήσιος]] (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.)<br /><b>μσν.</b><br />(για την Αγία Τριάδα) αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τους αριθμούς, για τον οποίο δεν ισχύει [[αρίθμηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀριθμός]] (<b>πρβλ.</b> <i>ἐν</i>-<i>άριθμος</i>, <i>συν</i>-<i>άριθμος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A supernumerary, Procop.Arc.24.
German (Pape)
[Seite 1191] überzählig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράριθμος: -ον, ὁ ὑπὲρ τὸν συνήθη ἢ ἀπαιτούμενον ἀριθμόν, ὑπεράριθμοι σχολαρίων Προκοπ. Ἀνέκδ. 24, ἴδε Σουΐδ. ἐν λέξ. ΙΙ. ὁ ὑπὲρ πάντα ἀριθμόν. Ἀναστ. Σιν. 56Β, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπεράριθμος, -ον, ΝΜ
(για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι πέρα από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, παραπανήσιος (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.)
μσν.
(για την Αγία Τριάδα) αυτός που βρίσκεται πέρα από τους αριθμούς, για τον οποίο δεν ισχύει αρίθμηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἀριθμός (πρβλ. ἐν-άριθμος, συν-άριθμος)].