Πηνελόπεια: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Πηνελόπεια''': ἡ, [[θυγάτηρ]] τοῦ Ἰκάρου, γυνὴ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ω. 195, κτλ.· Πηνελόπη, πρῶτον παρ᾿ Ἡροδ. 2. 145, Ἀριστοφ. Θεσμ. 547· Δωρ. Πανελόπᾱ, Ἀνθ. Π. 6. 289. (Τὸ [[ὄνομα]] αὐτῆς σχετίζεται πρὸς τὴν μυθικὴν διήγησιν περὶ τοῦ ὑφάσματος [[ὅπερ]] ὕφαινε ([[πήνη]], [[πηνίον]]), οἱονεὶ ἡ Ὑφάντρια, ἴδε Ὀδ. Τ. 138-158.)
|lstext='''Πηνελόπεια''': ἡ, [[θυγάτηρ]] τοῦ Ἰκάρου, γυνὴ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ω. 195, κτλ.· Πηνελόπη, πρῶτον παρ᾿ Ἡροδ. 2. 145, Ἀριστοφ. Θεσμ. 547· Δωρ. Πανελόπᾱ, Ἀνθ. Π. 6. 289. (Τὸ [[ὄνομα]] αὐτῆς σχετίζεται πρὸς τὴν μυθικὴν διήγησιν περὶ τοῦ ὑφάσματος [[ὅπερ]] ὕφαινε ([[πήνη]], [[πηνίον]]), οἱονεὶ ἡ Ὑφάντρια, ἴδε Ὀδ. Τ. 138-158.)
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />Pénélope, <i>femme d’Ulysse</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[πηνέλοψ]].
}}
}}

Revision as of 20:06, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πηνελόπεια Medium diacritics: Πηνελόπεια Low diacritics: Πηνελόπεια Capitals: ΠΗΝΕΛΟΠΕΙΑ
Transliteration A: Pēnelópeia Transliteration B: Pēnelopeia Transliteration C: Pinelopeia Beta Code: *phnelo/peia

English (LSJ)

ἡ, Penelope, Od.24.194, etc.; Πηνελόπη, first in Hdt. 2.145, Ar.Th.547; Dor.

   A Πᾱνελόπᾱ AP6.289 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

Πηνελόπεια: ἡ, θυγάτηρ τοῦ Ἰκάρου, γυνὴ τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ω. 195, κτλ.· Πηνελόπη, πρῶτον παρ᾿ Ἡροδ. 2. 145, Ἀριστοφ. Θεσμ. 547· Δωρ. Πανελόπᾱ, Ἀνθ. Π. 6. 289. (Τὸ ὄνομα αὐτῆς σχετίζεται πρὸς τὴν μυθικὴν διήγησιν περὶ τοῦ ὑφάσματος ὅπερ ὕφαινε (πήνη, πηνίον), οἱονεὶ ἡ Ὑφάντρια, ἴδε Ὀδ. Τ. 138-158.)

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Pénélope, femme d’Ulysse.
Étymologie: DELG πηνέλοψ.