μαραυγέω: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰραυγέω''': θαμβώνομαι, σκοτίζομαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, αἱ ἐν τοῖς ὄμμασιν [[αὐτοῦ]] κόραι... δοκοῦσι λεπτύνεσθαι καὶ μαραυγεῖν Πλούτ. 2. 376Ε, 599F· ἴδε Ἑρμμάν. Πονημ. 4. 268. (Ἐκ τοῦ [[μαραίνω]], [[αὐγή]], πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 671· ἢ ἐκ τοῦ [[μαρμαίρω]], [[αὐγή]]). | |lstext='''μᾰραυγέω''': θαμβώνομαι, σκοτίζομαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, αἱ ἐν τοῖς ὄμμασιν [[αὐτοῦ]] κόραι... δοκοῦσι λεπτύνεσθαι καὶ μαραυγεῖν Πλούτ. 2. 376Ε, 599F· ἴδε Ἑρμμάν. Πονημ. 4. 268. (Ἐκ τοῦ [[μαραίνω]], [[αὐγή]], πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 671· ἢ ἐκ τοῦ [[μαρμαίρω]], [[αὐγή]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />être ébloui, avoir un éblouissement.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μαρμάρεος]] et [[αὐγή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
A contract the pupil when exposed to light, of cats' eyes, Plu. 2.376f, cf. 599f.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰραυγέω: θαμβώνομαι, σκοτίζομαι, ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, αἱ ἐν τοῖς ὄμμασιν αὐτοῦ κόραι... δοκοῦσι λεπτύνεσθαι καὶ μαραυγεῖν Πλούτ. 2. 376Ε, 599F· ἴδε Ἑρμμάν. Πονημ. 4. 268. (Ἐκ τοῦ μαραίνω, αὐγή, πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 671· ἢ ἐκ τοῦ μαρμαίρω, αὐγή).
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être ébloui, avoir un éblouissement.
Étymologie: DELG μαρμάρεος et αὐγή.