εὐδιάλλακτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάλλακτος''': -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, [[εἰρηνικός]], Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54.
|lstext='''εὐδιάλλακτος''': -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, [[εἰρηνικός]], Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à réconcilier, qui se laisse fléchir.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάλλακτος Medium diacritics: εὐδιάλλακτος Low diacritics: ευδιάλλακτος Capitals: ΕΥΔΙΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: eudiállaktos Transliteration B: eudiallaktos Transliteration C: evdiallaktos Beta Code: eu)dia/llaktos

English (LSJ)

ον,

   A easy to reconcile, placable, D.H.4.38, Plu.2.332d. Adv. -τως Id.Caes.54, M.Ant.1.7 (v.l. εὐαναδιδάκτως codd. Suid.).

German (Pape)

[Seite 1061] leicht zu versöhnen, versöhnlich, D. Hal. 4, 38; Plut. u. a. Sp. – Adv., εὐδιαλλάκτως καὶ πρᾴως ἔχειν Plut. Caes. 54.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, εἰρηνικός, Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à réconcilier, qui se laisse fléchir.
Étymologie: εὖ, διαλλάσσω.