πέπλωμα: Difference between revisions
From LSJ
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέπλωμα''': τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πεπλόω, [[ἔνδυμα]], [[περίβλημα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 1039, Σοφ. Τρ. 613, Εὐρ. Ἱκέτ. 97, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 246. | |lstext='''πέπλωμα''': τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πεπλόω, [[ἔνδυμα]], [[περίβλημα]], Αἰσχύλ. Θήβ. 1039, Σοφ. Τρ. 613, Εὐρ. Ἱκέτ. 97, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 246. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />voile, tissu, vêtement.<br />'''Étymologie:''' [[πέπλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, in Trag.,
A robe, garment, A.Th.1044, S.Tr.613, E.Supp.97, Trag.Adesp.42 ( = Ar.Ach.426).
German (Pape)
[Seite 560] τό, wie von πεπλόω, Umhüllung, Kleid, wie πέπλος; κόλπῳ φέρουσα βυσσίνου πεπλώματος, Aesch. Spt. 1030, vgl. Suppl. 701; Soph. Trach. 610; πεπλώματ' οὐ θεωρικά, Eur. Suppl. 97; Ar. Ach. 401.
Greek (Liddell-Scott)
πέπλωμα: τό, ὡς εἰ ἐκ ῥήματος πεπλόω, ἔνδυμα, περίβλημα, Αἰσχύλ. Θήβ. 1039, Σοφ. Τρ. 613, Εὐρ. Ἱκέτ. 97, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 246.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
voile, tissu, vêtement.
Étymologie: πέπλος.