κρηνῖτις: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρηνῖτις''': -ιδος, ἡ, φυομένη παρὰ κρήνην, κρηνίτιδες βοτάναι Ἱππ. 1278. 43. | |lstext='''κρηνῖτις''': -ιδος, ἡ, φυομένη παρὰ κρήνην, κρηνίτιδες βοτάναι Ἱππ. 1278. 43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=κρηνῑτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>φρ.</b> «κρηνῑτις [[βοτάνη]]» — [[βότανο]] που φύεται [[κοντά]] σε [[κρήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρήνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>συκ</i>-<i>ίτις</i>, <i>φυκ</i>-<i>ίτις</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ,
A growing near a spring, βοτάναι Hp.Ep. 16.
Greek (Liddell-Scott)
κρηνῖτις: -ιδος, ἡ, φυομένη παρὰ κρήνην, κρηνίτιδες βοτάναι Ἱππ. 1278. 43.
Greek Monolingual
κρηνῑτις, -ιδος, ἡ (Α)
φρ. «κρηνῑτις βοτάνη» — βότανο που φύεται κοντά σε κρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. συκ-ίτις, φυκ-ίτις)].