μύττακες: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(6_4)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύττακες''': «μυκαί. Σικελοί· Ἴωνες (Λάκωνες Schmidt)· πώγωνα» Ἡσύχ.
|lstext='''μύττακες''': «μυκαί. Σικελοί· Ἴωνες (Λάκωνες Schmidt)· πώγωνα» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μύττακες]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μύκαι, Σικελοί<br />Ἴωνες πώγωνα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με [[μύσταξ]], -<i>ακος</i> «[[μουστάκι]]». Ο τ. <i>Ἴωνες</i>, στο [[ερμήνευμα]] του <b>Ησύχ.</b> έχει διορθωθεί σε <i>Λάκωνες</i> ή σε <i>Κρῆτες</i>, στις περιοχές τών οποίων παρατηρείται η [[εξέλιξη]] του -<i>στ</i>- σε -<i>ττ</i>-].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύττακες Medium diacritics: μύττακες Low diacritics: μύττακες Capitals: ΜΥΤΤΑΚΕΣ
Transliteration A: mýttakes Transliteration B: myttakes Transliteration C: myttakes Beta Code: mu/ttakes

English (LSJ)

μύκαι, Σικελοί· Ἴωνες πώγωνα, Hsch. μυττάλυτα· μεγάλα (-λου cod.), Id. μυττάξασα· στενάξασα, Id. μυττηκάζειν· στένειν, Id. μύττηξ, a bird, Id. μυττιλανός· ἀπόπληκτος, Id. μυττίς, ἡ,

   A the ink of the cuttle-fish, Id.; cf. μύτις.

Greek (Liddell-Scott)

μύττακες: «μυκαί. Σικελοί· Ἴωνες (Λάκωνες Schmidt)· πώγωνα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μύττακες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μύκαι, Σικελοί
Ἴωνες πώγωνα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με μύσταξ, -ακος «μουστάκι». Ο τ. Ἴωνες, στο ερμήνευμα του Ησύχ. έχει διορθωθεί σε Λάκωνες ή σε Κρῆτες, στις περιοχές τών οποίων παρατηρείται η εξέλιξη του -στ- σε -ττ-].