προσάρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
(6_6)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσάρχομαι''': ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 168C τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι προσηρξάμην, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς διορθοῖ προσήρκεσα μέν, ἐνῷ ὁ Buttm. ὑπερασπίζει τὴν συνήθη γραφὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐπάρχομαι, [[προσφέρω]], [[κάμνω]] προσφοράν.
|lstext='''προσάρχομαι''': ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 168C τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι προσηρξάμην, [[ἔνθα]] ὁ Κοραῆς διορθοῖ προσήρκεσα μέν, ἐνῷ ὁ Buttm. ὑπερασπίζει τὴν συνήθη γραφὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐπάρχομαι, [[προσφέρω]], [[κάμνω]] προσφοράν.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἄρχομαι]]<br />[[κάνω]] [[προσφορά]].
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάρχομαι Medium diacritics: προσάρχομαι Low diacritics: προσάρχομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: prosárchomai Transliteration B: prosarchomai Transliteration C: prosarchomai Beta Code: prosa/rxomai

English (LSJ)

   A offer, present, ταῦτα τῷ ἑταίρῳ σου εἰς βοήθειαν προσηρξάμην Pl.Tht.168c: so perh. τὸν Βρασίδαν . . ἐταινίουν τε καὶ προσήρχοντο ὥσπερ ἀθλητῇ paid him the tributes due to an athlete (for which see Plu.Caes.30), Th.4.121.

German (Pape)

[Seite 752] = ἐπάρχομαι, widmen, darreichen, ταῦτα τῷ ἑταίρῳ σου εἰς βοήθειαν προσηρξάμην κατ' ἐμὴν δύναμιν, Plat. Theaet. 168 c; vgl. Buttm. Lexil. I p. 103; Heindorf wollte mit Schneider προσηρκεσάμην lesen.

Greek (Liddell-Scott)

προσάρχομαι: ἐν Πλάτ. Θεαιτ. 168C τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι προσηρξάμην, ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ προσήρκεσα μέν, ἐνῷ ὁ Buttm. ὑπερασπίζει τὴν συνήθη γραφὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐπάρχομαι, προσφέρω, κάμνω προσφοράν.

Greek Monolingual

Α ἄρχομαι
κάνω προσφορά.