ἀκροποδητί: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκροποδητί''': ἢ -ῑτί [τῑ], ἐπίρρ. (ποὺς) ἐπὶ [[ἄκρων]] τῶν ποδῶν βαίνειν, λάθρᾳ, ἡσύχως, Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 1, κτλ. | |lstext='''ἀκροποδητί''': ἢ -ῑτί [τῑ], ἐπίρρ. (ποὺς) ἐπὶ [[ἄκρων]] τῶν ποδῶν βαίνειν, λάθρᾳ, ἡσύχως, Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 1, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />sur la pointe du pied.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
or ἀκρο-ῑτί [τῑ], Adv., (πούς)
A on tiptoe, Luc.Prom.1, DMar.14.3,al.
German (Pape)
[Seite 84] (unrichtig -ποδιτί), auf den Zehen, Luc. oft, z. B. βαδίζειν D. mort. 27, 5; ἑστάναι Prom. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροποδητί: ἢ -ῑτί [τῑ], ἐπίρρ. (ποὺς) ἐπὶ ἄκρων τῶν ποδῶν βαίνειν, λάθρᾳ, ἡσύχως, Λουκ. Προμ. ἢ Καύκ. 1, κτλ.