ἀπόφθαρμα: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6_5)
(big3_6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόφθαρμα''': -ατος, τὸ, [[μέσον]] πρὸς καταστροφὴν τοῦ ἐμβρύου [[μέσον]] πρὸς ἔκτρωσιν, [[ἔκτρωσις]], [[ἐξάμβλωσις]], ἀποβολὴ, Ἱππ. 1013 Ε κ.τ.λ.
|lstext='''ἀπόφθαρμα''': -ατος, τὸ, [[μέσον]] πρὸς καταστροφὴν τοῦ ἐμβρύου [[μέσον]] πρὸς ἔκτρωσιν, [[ἔκτρωσις]], [[ἐξάμβλωσις]], ἀποβολὴ, Ἱππ. 1013 Ε κ.τ.λ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[abortivo]] Hp.<i>Epid</i>.5.53, 7.74.<br /><b class="num">2</b> [[aborto]] Hp.<i>Epid</i>.2.2.13.
}}
}}

Revision as of 12:17, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόφθαρμα Medium diacritics: ἀπόφθαρμα Low diacritics: απόφθαρμα Capitals: ΑΠΟΦΘΑΡΜΑ
Transliteration A: apóphtharma Transliteration B: apophtharma Transliteration C: apoftharma Beta Code: a)po/fqarma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A abortion, Hp.Epid.2.2.13, 5.53.

German (Pape)

[Seite 334] τό, Abtreibungsmittel, auch die Fehlgeburt selbst, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόφθαρμα: -ατος, τὸ, μέσον πρὸς καταστροφὴν τοῦ ἐμβρύου μέσον πρὸς ἔκτρωσιν, ἔκτρωσις, ἐξάμβλωσις, ἀποβολὴ, Ἱππ. 1013 Ε κ.τ.λ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 abortivo Hp.Epid.5.53, 7.74.
2 aborto Hp.Epid.2.2.13.