ἐξίσχιος: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_17)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξίσχιος''': -ον, ἔχων τὰ ἰσχία ἐξέχοντα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 824· πρβλ. [[ἐξόφθαλμος]].
|lstext='''ἐξίσχιος''': -ον, ἔχων τὰ ἰσχία ἐξέχοντα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 824· πρβλ. [[ἐξόφθαλμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξίσχιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει προεκτεταμένα ισχύα, ξεγοφιασμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ισχίον</i>].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξίσχιος Medium diacritics: ἐξίσχιος Low diacritics: εξίσχιος Capitals: ΕΞΙΣΧΙΟΣ
Transliteration A: exíschios Transliteration B: exischios Transliteration C: eksischios Beta Code: e)ci/sxios

English (LSJ)

ον,

   A projecting at the hip, σκέλος Hp.Art.58.

German (Pape)

[Seite 883] mit hervortretender Hüfte, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξίσχιος: -ον, ἔχων τὰ ἰσχία ἐξέχοντα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 824· πρβλ. ἐξόφθαλμος.

Greek Monolingual

ἐξίσχιος, -ον (Α)
αυτός που έχει προεκτεταμένα ισχύα, ξεγοφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισχίον].