δακτυλήθρα: Difference between revisions
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δακτῠλήθρα''': ἡ, ([[δάκτυλος]]) [[θήκη]] διὰ τὸν δάκτυλον, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 17, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 6D· [[εἶδος]] βασανιστικοῦ ὀργάνου, Ἰώσηπ. Μακκ. 8. 12, Συνέσ. Ἐπ. 58. | |lstext='''δακτῠλήθρα''': ἡ, ([[δάκτυλος]]) [[θήκη]] διὰ τὸν δάκτυλον, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 17, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 6D· [[εἶδος]] βασανιστικοῦ ὀργάνου, Ἰώσηπ. Μακκ. 8. 12, Συνέσ. Ἐπ. 58. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />gant.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, (δάκτυλος)
A finger-sheath, X.Cyr.8.8.17, Clearch. 21; thumb-screw, LXX 4 Ma.8.13.
German (Pape)
[Seite 520] ἡ, 1) Handschuh, Xen. Cyr. 8, 8, 9; Ath. I , 6 d. – 2) ein Marterwerkzeug, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλήθρα: ἡ, (δάκτυλος) θήκη διὰ τὸν δάκτυλον, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 17, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 6D· εἶδος βασανιστικοῦ ὀργάνου, Ἰώσηπ. Μακκ. 8. 12, Συνέσ. Ἐπ. 58.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
gant.
Étymologie: δάκτυλος.