κατορθωτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(6_19)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατορθωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατορθῶν ἢ ἐπιτυγχάνων, Γλωσσ.
|lstext='''κατορθωτής''': -οῦ, ὁ, ὁ κατορθῶν ἢ ἐπιτυγχάνων, Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=ό (ΑΜ [[κατορθωτής]]) [[κατορθώ]]<br />αυτός που κατορθώνει, που εκτελεί [[κάτι]] με [[επιτυχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιδρυτής]].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατορθωτής Medium diacritics: κατορθωτής Low diacritics: κατορθωτής Capitals: ΚΑΤΟΡΘΩΤΗΣ
Transliteration A: katorthōtḗs Transliteration B: katorthōtēs Transliteration C: katorthotis Beta Code: katorqwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who successfully accomplishes, πραγμάτων, ἔργων, Vett. Val.48.3, Max. Tyr.21.6.    2 τριῶν ἀνδρῶν δημοσίων πραγμάτων κ., trans. of Lat. triumvir reipublicae constituendae, Mon.Anc.Gr.4.2.

German (Pape)

[Seite 1405] ὁ, der Rechtmachende, Verbesserer, glücklich Ausführende.

Greek (Liddell-Scott)

κατορθωτής: -οῦ, ὁ, ὁ κατορθῶν ἢ ἐπιτυγχάνων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ό (ΑΜ κατορθωτής) κατορθώ
αυτός που κατορθώνει, που εκτελεί κάτι με επιτυχία
αρχ.
ιδρυτής.