κραταίβολος: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(6_15)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κραταίβολος''': -ον, (ἴδε κρᾰταιός), ὁ μεθ’ ὁρμῆς ἐξακοντισθείς, Εὐρ. Βάκχ. 1096.
|lstext='''κραταίβολος''': -ον, (ἴδε κρᾰταιός), ὁ μεθ’ ὁρμῆς ἐξακοντισθείς, Εὐρ. Βάκχ. 1096.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραταίβολος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξακοντίζεται με [[ορμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κραται</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ακρό</i>-<i>βολος</i>, <i>ιχθύ</i>-<i>βολος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰταίβολος Medium diacritics: κραταίβολος Low diacritics: κραταίβολος Capitals: ΚΡΑΤΑΙΒΟΛΟΣ
Transliteration A: krataíbolos Transliteration B: krataibolos Transliteration C: krataivolos Beta Code: kratai/bolos

English (LSJ)

ον,

   A hurled with violence, E. Ba.1096.

German (Pape)

[Seite 1501] mit Kraft geworfen, χερμάδες Eur. Bacch. 1096, v. l. κραταβόλος.

Greek (Liddell-Scott)

κραταίβολος: -ον, (ἴδε κρᾰταιός), ὁ μεθ’ ὁρμῆς ἐξακοντισθείς, Εὐρ. Βάκχ. 1096.

Greek Monolingual

κραταίβολος, -ον (Α)
αυτός που εξακοντίζεται με ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + -βολος (< βάλλω), πρβλ. ακρό-βολος, ιχθύ-βολος].