κασιοβόρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(6_19)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰσιοβόρος''': -ον, τρώγων κασίαν, ἐπὶ σκώληκος, «[[κασιοβόρος]]· ἐν κασίᾳ γινόμενος [[σκώληξ]]» Ἡσύχ.
|lstext='''κᾰσιοβόρος''': -ον, τρώγων κασίαν, ἐπὶ σκώληκος, «[[κασιοβόρος]]· ἐν κασίᾳ γινόμενος [[σκώληξ]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κασιοβόρος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i>. (για [[σκουλήκι]]) αυτός που τρώγει [[κασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κασία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] «[[τροφή]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αιμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>ψυχο</i>-<i>βόρος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰσιοβόρος Medium diacritics: κασιοβόρος Low diacritics: κασιοβόρος Capitals: ΚΑΣΙΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: kasiobóros Transliteration B: kasioboros Transliteration C: kasiovoros Beta Code: kasiobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A eating cassia, of a worm, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσιοβόρος: -ον, τρώγων κασίαν, ἐπὶ σκώληκος, «κασιοβόρος· ἐν κασίᾳ γινόμενος σκώληξ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κασιοβόρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.). (για σκουλήκι) αυτός που τρώγει κασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. αιμο-βόρος, ψυχο-βόρος].