ἄμυγμα: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄμυγμα''': -ατος, τό, ([[ἀμύσσω]]) [[σπάραγμα]] διὰ τῶν ὀνύχων, «τσουγκράνισμα», ἀπόσπασις, «τράβηγμα», πολιᾶς ἄμ. χαίτας Σοφ. Αἴ. 633· ὀνύχων ἀμύγματα Εὐρ. Ἀνδρ. 827. | |lstext='''ἄμυγμα''': -ατος, τό, ([[ἀμύσσω]]) [[σπάραγμα]] διὰ τῶν ὀνύχων, «τσουγκράνισμα», ἀπόσπασις, «τράβηγμα», πολιᾶς ἄμ. χαίτας Σοφ. Αἴ. 633· ὀνύχων ἀμύγματα Εὐρ. Ἀνδρ. 827. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />action d’arracher (des cheveux).<br />'''Étymologie:''' [[ἀμύσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀμύσσω)
A scratching, tearing, πολιᾶς ἄ. χαίτας S.Aj.634; ὀνύχων ἀμύγματα E.Andr.827.
German (Pape)
[Seite 130] τό (ἀμύσσω), das Zerraufen, χαίτας Soph. Ai. 621; ὀνύχων δάϊ' ἀμύγματα, das Zerreißen mit den Nägeln, Eur. Andr. 826.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμυγμα: -ατος, τό, (ἀμύσσω) σπάραγμα διὰ τῶν ὀνύχων, «τσουγκράνισμα», ἀπόσπασις, «τράβηγμα», πολιᾶς ἄμ. χαίτας Σοφ. Αἴ. 633· ὀνύχων ἀμύγματα Εὐρ. Ἀνδρ. 827.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action d’arracher (des cheveux).
Étymologie: ἀμύσσω.