προγευματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(6_5)
(34)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προγευμᾰτίζω''': γευματίζω πρότερον, γεύομαι πρότερον, ἰσχυροῦ χυμοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5.
|lstext='''προγευμᾰτίζω''': γευματίζω πρότερον, γεύομαι πρότερον, ἰσχυροῦ χυμοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παίρνω]] το [[πρόγευμα]], το πρωινό μου<br /><b>2.</b> (παλαιότερα) [[τρώω]] το μεσημεριανό μου, [[γευματίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[δοκιμάζω]], [[γεύομαι]] [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («[[ὅταν]] προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγευμᾰτίζω Medium diacritics: προγευματίζω Low diacritics: προγευματίζω Capitals: ΠΡΟΓΕΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: progeumatízō Transliteration B: progeumatizō Transliteration C: progevmatizo Beta Code: progeumati/zw

English (LSJ)

   A taste before, τινος Arist.de An.422b7.

German (Pape)

[Seite 713] vorher zu kosten geben, vorher kosten, Arist. de anim. 2, 10, ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῦ γεύηται ἑτέρου.

Greek (Liddell-Scott)

προγευμᾰτίζω: γευματίζω πρότερον, γεύομαι πρότερον, ἰσχυροῦ χυμοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
1. παίρνω το πρόγευμα, το πρωινό μου
2. (παλαιότερα) τρώω το μεσημεριανό μου, γευματίζω
αρχ.
δοκιμάζω, γεύομαι κάτι προηγουμένωςὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῡ χυμοῡ γεύηται ἑτέρου», Αριστοτ.).