ἐμπερόνημα: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(6_6)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπερόνημα''': Δωρ. ᾱμα, τὸ [[ἔνδυμα]] συγκρατούμενον κατὰ τοὺς ὤμους διὰ περονῶν, διπλοῖς, Πραξινόα, [[μάλα]] τοι τὸ καταπτυχὲς ἐμπερόναμα τοῦτο πρέπει Θεόκρ. 15. 34· πρβλ. [[περονητρίς]], [[περόνημα]].
|lstext='''ἐμπερόνημα''': Δωρ. ᾱμα, τὸ [[ἔνδυμα]] συγκρατούμενον κατὰ τοὺς ὤμους διὰ περονῶν, διπλοῖς, Πραξινόα, [[μάλα]] τοι τὸ καταπτυχὲς ἐμπερόναμα τοῦτο πρέπει Θεόκρ. 15. 34· πρβλ. [[περονητρίς]], [[περόνημα]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -νᾱμα Theoc.15.34<br /><b class="num">1</b> [[capa o manto doble]] sujeto con fíbula τὸ καταπτυχὲς ἐ. Theoc.l.c.<br /><b class="num">2</b> [[broche]], [[fíbula]] τὸ ἐ. τῆς χλαμύδος Agath.3.15.2.
}}
}}

Revision as of 12:28, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπερόνημα Medium diacritics: ἐμπερόνημα Low diacritics: εμπερόνημα Capitals: ΕΜΠΕΡΟΝΗΜΑ
Transliteration A: emperónēma Transliteration B: emperonēma Transliteration C: emperonima Beta Code: e)mpero/nhma

English (LSJ)

Dor. ἐμπερόν-ᾱμα, ατος, τό,

   A a garment fastened with a brooch on the shoulder, Theoc.15.34.    II clasp, brooch, Agath.3.15.

German (Pape)

[Seite 812] τό, das mit Spangen über den Schultern befestigte Gewand, Theocr. 15, 34, Schol. δίπλαξ.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπερόνημα: Δωρ. ᾱμα, τὸ ἔνδυμα συγκρατούμενον κατὰ τοὺς ὤμους διὰ περονῶν, διπλοῖς, Πραξινόα, μάλα τοι τὸ καταπτυχὲς ἐμπερόναμα τοῦτο πρέπει Θεόκρ. 15. 34· πρβλ. περονητρίς, περόνημα.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): -νᾱμα Theoc.15.34
1 capa o manto doble sujeto con fíbula τὸ καταπτυχὲς ἐ. Theoc.l.c.
2 broche, fíbula τὸ ἐ. τῆς χλαμύδος Agath.3.15.2.