ἀνθρωποποιός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθρωποποιός''': -ον, ὁ ποιῶν ἢ κατασκευάζων ἀνθρώπους, ἐπὶ ἀνδριαντοποιοῦ κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ [[θεοποιός]], Λουκ. Φιλόψ. 18. 20. | |lstext='''ἀνθρωποποιός''': -ον, ὁ ποιῶν ἢ κατασκευάζων ἀνθρώπους, ἐπὶ ἀνδριαντοποιοῦ κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ [[θεοποιός]], Λουκ. Φιλόψ. 18. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> sculpteur de statues d’hommes;<br /><b>2</b> qui crée un homme <i>en parl. de Prométhée</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθρωπος]], [[ποιέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
όν,
A making men, of a portrait-sculptor, opp. θεοποιός, Id.Philops.18,20; γυνὴ-ποιὸν ὑπούργημα Secund.Sent.8; ἀ. χώρα Simp.in Epict.p.64 D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποποιός: -ον, ὁ ποιῶν ἢ κατασκευάζων ἀνθρώπους, ἐπὶ ἀνδριαντοποιοῦ κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ θεοποιός, Λουκ. Φιλόψ. 18. 20.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 sculpteur de statues d’hommes;
2 qui crée un homme en parl. de Prométhée.
Étymologie: ἄνθρωπος, ποιέω.