τορδύλιον: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(6_21)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τορδύλιον''': τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 3. 63.
|lstext='''τορδύλιον''': τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 3. 63.
}}
{{grml
|mltxt=το / [[τορδύλιον]], ΝΑ [[τόρδυλον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λόγια]] [[ονομασία]] γένους [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τόρδυλον]].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορδύλιον Medium diacritics: τορδύλιον Low diacritics: τορδύλιον Capitals: ΤΟΡΔΥΛΙΟΝ
Transliteration A: tordýlion Transliteration B: tordylion Transliteration C: tordylion Beta Code: tordu/lion

English (LSJ)

τό, = sq., Dsc.3.54 (τόρδιλον, τορδίλιον codd.), Eup.2.81.

Greek (Liddell-Scott)

τορδύλιον: τό, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 3. 63.

Greek Monolingual

το / τορδύλιον, ΝΑ τόρδυλον
νεοελλ.
λόγια ονομασία γένους φυτών
αρχ.
τόρδυλον.