ἀνακολπάζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge

Menander, Monostichoi, 489
(6_1)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακολπάζω''': ([[κόλπος]]), ἀνασηκώνω τὸ ἔνδυμά μου, ἀναζώννυμαι, δίελθε κἀνακόλπασον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1174.
|lstext='''ἀνακολπάζω''': ([[κόλπος]]), ἀνασηκώνω τὸ ἔνδυμά μου, ἀναζώννυμαι, δίελθε κἀνακόλπασον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1174.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνακολπάζω]] (Α)<br />[[ανασηκώνω]] το [[κάτω]] [[μέρος]] του ενδύματος μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κολπάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακολπάζω Medium diacritics: ἀνακολπάζω Low diacritics: ανακολπάζω Capitals: ΑΝΑΚΟΛΠΑΖΩ
Transliteration A: anakolpázō Transliteration B: anakolpazō Transliteration C: anakolpazo Beta Code: a)nakolpa/zw

English (LSJ)

(κόλπος)

   A tuck up one's gown, gird oneself up, Ar.Th. 1174; but cf. ἀνακαλπάζω.

German (Pape)

[Seite 193] Ar. Th. 1174, zu einem Busen aufschürzen, sich aufschürzen, ἀνακολπίζω ist f. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακολπάζω: (κόλπος), ἀνασηκώνω τὸ ἔνδυμά μου, ἀναζώννυμαι, δίελθε κἀνακόλπασον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1174.

Greek Monolingual

ἀνακολπάζω (Α)
ανασηκώνω το κάτω μέρος του ενδύματος μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολπάζω < κόλπος.