Θησεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Θησεῖον''': (ἢ [[Θησεῖον]] καθ’ Ἡρῳδιανὸν ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 252, 17), τό, ὁ ναὸς τοῦ Θησέως, θεωρούμενος ὡς ἄσυλον, εἰς ὃ ἐγκληματίαι ἠδύναντο νὰ καταφύγωσιν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1312, Ἀποσπ. 477, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 21, 4. 10., 90, 21: ― ὁ [[τύπος]] Θήσιον ἀναφέρεται ἐν Ἀν. Ὀξ. 2. 219. ΙΙ. τὰ Θησεῖα ἢ Θήσεια (ἐξυπ. [[ἱερά]]), ἡ ἑορτὴ τοῦ Θησέως, Ἀριστοφ. Πλ. 627. ΙΙΙ. θήσειον, τό, [[ἄνθος]] τι, Ἀθην. 684F, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 7. 12, 3.
|lstext='''Θησεῖον''': (ἢ [[Θησεῖον]] καθ’ Ἡρῳδιανὸν ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 252, 17), τό, ὁ ναὸς τοῦ Θησέως, θεωρούμενος ὡς ἄσυλον, εἰς ὃ ἐγκληματίαι ἠδύναντο νὰ καταφύγωσιν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1312, Ἀποσπ. 477, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 21, 4. 10., 90, 21: ― ὁ [[τύπος]] Θήσιον ἀναφέρεται ἐν Ἀν. Ὀξ. 2. 219. ΙΙ. τὰ Θησεῖα ἢ Θήσεια (ἐξυπ. [[ἱερά]]), ἡ ἑορτὴ τοῦ Θησέως, Ἀριστοφ. Πλ. 627. ΙΙΙ. θήσειον, τό, [[ἄνθος]] τι, Ἀθην. 684F, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 7. 12, 3.
}}
{{bailly
|btext=v. [[Θήσειος]].
}}
}}

Revision as of 19:30, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Θησεῖον Medium diacritics: Θησεῖον Low diacritics: Θησείον Capitals: ΘΗΣΕΙΟΝ
Transliteration A: Thēseîon Transliteration B: Thēseion Transliteration C: THiseion Beta Code: *qhsei=on

English (LSJ)

τό,

   A temple of Theseus, a sanctuary (ἄσυλον) for criminals and slaves, Ar.Eq.1312,Fr.567:—also Θησέον, Pherecr.49 (cf. Et.Gen.).    II Θησεῖα, τά, festival of Theseus, Ar.Pl.627:—also Θησέα, SIG1029.78 (iv B.C.).    III θησεῖον, τό, holewort, Corydalis densiflora, Thphr.HP7.12.3, Plin.HN21.107.

Greek (Liddell-Scott)

Θησεῖον: (ἢ Θησεῖον καθ’ Ἡρῳδιανὸν ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 252, 17), τό, ὁ ναὸς τοῦ Θησέως, θεωρούμενος ὡς ἄσυλον, εἰς ὃ ἐγκληματίαι ἠδύναντο νὰ καταφύγωσιν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1312, Ἀποσπ. 477, Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 21, 4. 10., 90, 21: ― ὁ τύπος Θήσιον ἀναφέρεται ἐν Ἀν. Ὀξ. 2. 219. ΙΙ. τὰ Θησεῖα ἢ Θήσεια (ἐξυπ. ἱερά), ἡ ἑορτὴ τοῦ Θησέως, Ἀριστοφ. Πλ. 627. ΙΙΙ. θήσειον, τό, ἄνθος τι, Ἀθην. 684F, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 7. 12, 3.

French (Bailly abrégé)

v. Θήσειος.