ἐξινιάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_1) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξῑνιάζω''': (ἶνες) [[ἐξάγω]], ἀφαιρῶ τὰς ἶνας, Ἀθήν. 406Α, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 178, ἔκδ. Blanc. | |lstext='''ἐξῑνιάζω''': (ἶνες) [[ἐξάγω]], ἀφαιρῶ τὰς ἶνας, Ἀθήν. 406Α, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 178, ἔκδ. Blanc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξινιάζω]] (Α)<br />[[βγάζω]], [[αφαιρώ]] τις ίνες («ἐγκεφάλους ὀρνίθων τε καὶ χοίρων ἐφθοὺς [[σφόδρα]] ἐξινιασθέντας», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ινιάζω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ις</i>, <i>ινός</i>, «ίνα»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
(ἶνες)
A take out the fibres from, καλάμους Peripl.M.Rubr. 65:—Pass., Ath.9.406a.
German (Pape)
[Seite 882] u. ἐξινίζω, die Sehnen herausnehmen, Galen.; ἐγκέφαλοι ἐξινιασθέντες Ath. IX, 406 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῑνιάζω: (ἶνες) ἐξάγω, ἀφαιρῶ τὰς ἶνας, Ἀθήν. 406Α, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλ. 178, ἔκδ. Blanc.
Greek Monolingual
ἐξινιάζω (Α)
βγάζω, αφαιρώ τις ίνες («ἐγκεφάλους ὀρνίθων τε καὶ χοίρων ἐφθοὺς σφόδρα ἐξινιασθέντας», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ινιάζω (< ις, ινός, «ίνα»)].