συναμαρτάνω: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(6_1) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνᾰμαρτάνω''': [[ἁμαρτάνω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], οὐ συναμαρτάνειν Πλούτ. 2. 53Ε· μὴ παρόντος τοῦ συναμαρτήσαντος σώματος Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 92Β. | |lstext='''συνᾰμαρτάνω''': [[ἁμαρτάνω]] μετά τινος ἢ [[ὁμοῦ]], οὐ συναμαρτάνειν Πλούτ. 2. 53Ε· μὴ παρόντος τοῦ συναμαρτήσαντος σώματος Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 92Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se tromper ensemble, être complice d’une faute.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁμαρτάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
A sin along with or together, Plu.2.53c, App.Ill.8, Chor.23.60F.-R.
German (Pape)
[Seite 999] (s. ἁμαρτάνω), mit oder zugleich fehlen, irren, Plut. discr. ad. et amic. 12.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾰμαρτάνω: ἁμαρτάνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, οὐ συναμαρτάνειν Πλούτ. 2. 53Ε· μὴ παρόντος τοῦ συναμαρτήσαντος σώματος Ἐπιφάν. τ. 2, σ. 92Β.
French (Bailly abrégé)
se tromper ensemble, être complice d’une faute.
Étymologie: σύν, ἁμαρτάνω.