ὀξυτονέω: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit
(6_1) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξῠτονέω''': [[ἀπολήγω]] εἰς ὀξύ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. μεταβ, [[προφέρω]] ὀξυτόνως ἢ [[τίθημι]] ὀξὺν τόνον ἐπὶ τῆς ληγούσης λέξεως, Ἀθήν. 400Β· ὡς τὸ [[ὀξύνω]]. Ρημ. ἐπίθ. ὀξυτονητέον, δεῖ ὀξυτονεῖν, Α. Β. 457, 12. | |lstext='''ὀξῠτονέω''': [[ἀπολήγω]] εἰς ὀξύ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. μεταβ, [[προφέρω]] ὀξυτόνως ἢ [[τίθημι]] ὀξὺν τόνον ἐπὶ τῆς ληγούσης λέξεως, Ἀθήν. 400Β· ὡς τὸ [[ὀξύνω]]. Ρημ. ἐπίθ. ὀξυτονητέον, δεῖ ὀξυτονεῖν, Α. Β. 457, 12. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξῠτονέω:''' грам. ставить острое ударение на последнем слоге. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A pronounce with an acute accent, i. e. on the last syllable, τὴν λέξιν Ath.9.400b, cf. Ph.1.243, Cleonid.Harm.12, A.D.Synt.264.4 :—Pass., Id.Pron.29.3, al., Gal.18(2).518. 2 in Music, make high-pitched, τοὺς φθόγγους Nicom.Harm.10.
German (Pape)
[Seite 355] spitz zugehen, auslaufen, Sp. – Bei den Gramm. mit dem Akut die letzte Sylbe bezeichnen u. aussprechen.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠτονέω: ἀπολήγω εἰς ὀξύ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. μεταβ, προφέρω ὀξυτόνως ἢ τίθημι ὀξὺν τόνον ἐπὶ τῆς ληγούσης λέξεως, Ἀθήν. 400Β· ὡς τὸ ὀξύνω. Ρημ. ἐπίθ. ὀξυτονητέον, δεῖ ὀξυτονεῖν, Α. Β. 457, 12.
Russian (Dvoretsky)
ὀξῠτονέω: грам. ставить острое ударение на последнем слоге.