τιτύρινος: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_1) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῑτύρῐνος''': [[αὐλός]], ὁ, ποιμενικὸς [[αὐλός]], «[[μόναυλος]], ἢ αὐλὸς καλάμινος» (Ἡσύχ.), - «ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς [[τιτύρινος]] καλεῖται παρὰ τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν ὡς Ἀρτεμίδωρος ἱστορεῖ» Ἀθήν. 182D, πρβλ. 176C. | |lstext='''τῑτύρῐνος''': [[αὐλός]], ὁ, ποιμενικὸς [[αὐλός]], «[[μόναυλος]], ἢ αὐλὸς καλάμινος» (Ἡσύχ.), - «ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς [[τιτύρινος]] καλεῖται παρὰ τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν ὡς Ἀρτεμίδωρος ἱστορεῖ» Ἀθήν. 182D, πρβλ. 176C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[Τιτύρας]]<br /><b>φρ.</b> «[[τιτύρινος]] [[αὐλός]]» <br />α) [[ποιμενικός]] [[αυλός]]<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μόναυλος]] ἤ αὐλὸς [[καλάμινος]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ] αὐλός, ὁ, a
A shepherd's pipe, Artem.Eph. ap. Ath.4.182d, cf.Amerias ib.176c, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1121] αὐλός, eine Schalmei oder Hirtenflöte, wahrscheinlich von dem Hirtennamen Τίτυρος abgeleitet, Ath. IV, 182 c aus Artemid.
Greek (Liddell-Scott)
τῑτύρῐνος: αὐλός, ὁ, ποιμενικὸς αὐλός, «μόναυλος, ἢ αὐλὸς καλάμινος» (Ἡσύχ.), - «ὁ δὲ καλάμινος αὐλὸς τιτύρινος καλεῖται παρὰ τοῖς ἐν Ἰταλίᾳ Δωριεῦσιν ὡς Ἀρτεμίδωρος ἱστορεῖ» Ἀθήν. 182D, πρβλ. 176C.
Greek Monolingual
ὁ, Α Τιτύρας
φρ. «τιτύρινος αὐλός»
α) ποιμενικός αυλός
β) (κατά τον Ησύχ.) «μόναυλος ἤ αὐλὸς καλάμινος».