παρακερκίς: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot
(6_11) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακερκίς''': ἡ, τὸ μικρὸν [[ὀστοῦν]] τῆς κνήμης (πρβλ. [[περόνη]]), [[Πολυδ]]. Β΄, 191. | |lstext='''παρακερκίς''': ἡ, τὸ μικρὸν [[ὀστοῦν]] τῆς κνήμης (πρβλ. [[περόνη]]), [[Πολυδ]]. Β΄, 191. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-[[ίδος]], ἡ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />πλάγιο [[οστό]] σε παθολογικές περιπτώσεις<br /><b>αρχ.</b><br />το μικρό [[οστό]] της κνήμης, η [[περόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κερκίς]], -[[ίδος]] «[[οστό]] της κνήμης»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A small bone of the leg, Poll.2.191. II sidebone, as a pathological condition, Hippiatr.51.
German (Pape)
[Seite 482] ίδος, ἡ, der kleine Knochen neben dem großen des Schienbeines, sonst περόνη, Poll. 2, 191.
Greek (Liddell-Scott)
παρακερκίς: ἡ, τὸ μικρὸν ὀστοῦν τῆς κνήμης (πρβλ. περόνη), Πολυδ. Β΄, 191.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, ΜΑ
μσν.
πλάγιο οστό σε παθολογικές περιπτώσεις
αρχ.
το μικρό οστό της κνήμης, η περόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κερκίς, -ίδος «οστό της κνήμης»].