ὀρθοπύγιον: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(6_21)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθοπύγιον''': τό, = [[ὀρροπύγιον]], Ἐρατοσθ. Καταστ. 25 καὶ 41. = ὀρθόπῡγος, ον, ὁ ἔχων τὴν πυγὴν ὀρθήν, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
|lstext='''ὀρθοπύγιον''': τό, = [[ὀρροπύγιον]], Ἐρατοσθ. Καταστ. 25 καὶ 41. = ὀρθόπῡγος, ον, ὁ ἔχων τὴν πυγὴν ὀρθήν, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθοπύγιον]], τὸ (Α)<br />το ορροπύγιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πύγιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] «οπίσθια»), <b>πρβλ.</b> <i>ορρο</i>-<i>πύγιον</i>].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοπύγιον Medium diacritics: ὀρθοπύγιον Low diacritics: ορθοπύγιον Capitals: ΟΡΘΟΠΥΓΙΟΝ
Transliteration A: orthopýgion Transliteration B: orthopygion Transliteration C: orthopygion Beta Code: o)rqopu/gion

English (LSJ)

[ῡ], τό,

   A = ὀρροπύγιον, Eratosth. Cat.25,41, Vett.Val.10.3, Sch.Arat.276.

German (Pape)

[Seite 375] τό, = ὀῤῥοπύγιον, zw.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοπύγιον: τό, = ὀρροπύγιον, Ἐρατοσθ. Καταστ. 25 καὶ 41. = ὀρθόπῡγος, ον, ὁ ἔχων τὴν πυγὴν ὀρθήν, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.

Greek Monolingual

ὀρθοπύγιον, τὸ (Α)
το ορροπύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -πύγιον (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. ορρο-πύγιον].