ἑκατόζυγος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑκᾰτόζῠγος''': -ον, ἔχων ἑκατὸν θρανία κωπηλατῶν, οὐδ’ ἂν [[νηῦς]] [[ἑκατόζυγος]] [[ἄχθος]] ἄροιτο, «ὑπὸ ἑκατὸν ἐρετῶν ἐλαυνομένη· ζυγὰ γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 247.
|lstext='''ἑκᾰτόζῠγος''': -ον, ἔχων ἑκατὸν θρανία κωπηλατῶν, οὐδ’ ἂν [[νηῦς]] [[ἑκατόζυγος]] [[ἄχθος]] ἄροιτο, «ὑπὸ ἑκατὸν ἐρετῶν ἐλαυνομένη· ζυγὰ γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 247.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à cent bancs de rameurs, <i>càd</i> énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[ζυγός]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκατόζῠγος Medium diacritics: ἑκατόζυγος Low diacritics: εκατόζυγος Capitals: ΕΚΑΤΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: hekatózygos Transliteration B: hekatozygos Transliteration C: ekatozygos Beta Code: e(kato/zugos

English (LSJ)

ον,

   A with 100 benches for rowers, Il.20.247.

German (Pape)

[Seite 752] mit hundert Ruderbänken, Il. 20, 247.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτόζῠγος: -ον, ἔχων ἑκατὸν θρανία κωπηλατῶν, οὐδ’ ἂν νηῦς ἑκατόζυγος ἄχθος ἄροιτο, «ὑπὸ ἑκατὸν ἐρετῶν ἐλαυνομένη· ζυγὰ γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.), Ἰλ. Υ. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cent bancs de rameurs, càd énorme.
Étymologie: ἑκατόν, ζυγός.