ἐξείλησις: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_8)
(12)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξείλησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐκφεύγειν, ἀπαλλάσσεσθαι, τὰ δὲ απ’ ὀρθῆς πάλης, ἀπ’ αὐχένων καὶ χειρῶν καὶ πλευρῶν ἐξειλήσεως Πλάτ. Νόμ. 796Α.
|lstext='''ἐξείλησις''': -εως, ἡ, τὸ ἐκφεύγειν, ἀπαλλάσσεσθαι, τὰ δὲ απ’ ὀρθῆς πάλης, ἀπ’ αὐχένων καὶ χειρῶν καὶ πλευρῶν ἐξειλήσεως Πλάτ. Νόμ. 796Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξείλησις]], η (Α) [[εξειλώ]]<br />το να ξεφεύγει [[κάποιος]] από [[λαβή]], [[απαλλαγή]].
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξείλησις Medium diacritics: ἐξείλησις Low diacritics: εξείλησις Capitals: ΕΞΕΙΛΗΣΙΣ
Transliteration A: exeílēsis Transliteration B: exeilēsis Transliteration C: ekseilisis Beta Code: e)cei/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A release, escape from, αὐχένων καὶ χειρῶν καὶ πλευρῶν, in wrestling, Pl.Lg.796a.

German (Pape)

[Seite 875] ἡ, das Herauswickeln, χειρῶν, beim Ringen, Plat. Legg. VII, 796 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξείλησις: -εως, ἡ, τὸ ἐκφεύγειν, ἀπαλλάσσεσθαι, τὰ δὲ απ’ ὀρθῆς πάλης, ἀπ’ αὐχένων καὶ χειρῶν καὶ πλευρῶν ἐξειλήσεως Πλάτ. Νόμ. 796Α.

Greek Monolingual

ἐξείλησις, η (Α) εξειλώ
το να ξεφεύγει κάποιος από λαβή, απαλλαγή.