πτερόφοιτος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(6_17)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πτερόφοιτος''': -ον, ὁ διὰ τῶν πτερύγων πλανώμενος, ἴδε [[πτεροφύτωρ]].
|lstext='''πτερόφοιτος''': -ον, ὁ διὰ τῶν πτερύγων πλανώμενος, ἴδε [[πτεροφύτωρ]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>πιθ.</b> αυτός που πορεύεται, που προχωρεί με τη [[βοήθεια]] φτερώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φοιτῶ</i> «[[μεταβαίνω]], [[πηγαίνω]]»)].
}}
}}

Revision as of 12:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερόφοιτος Medium diacritics: πτερόφοιτος Low diacritics: πτερόφοιτος Capitals: ΠΤΕΡΟΦΟΙΤΟΣ
Transliteration A: pteróphoitos Transliteration B: pterophoitos Transliteration C: pterofoitos Beta Code: ptero/foitos

English (LSJ)

   A v. πτεροφύτωρ.

German (Pape)

[Seite 809] mit Flügeln gehend, ἀνάγκη, fliegend, poet. bei Plat. Phaedr. 252 c, wo Heindorf u. Bekker πτεροφύτωρ, Flügel erzeugend, vorziehen.

Greek (Liddell-Scott)

πτερόφοιτος: -ον, ὁ διὰ τῶν πτερύγων πλανώμενος, ἴδε πτεροφύτωρ.

Greek Monolingual

-ον, Α
πιθ. αυτός που πορεύεται, που προχωρεί με τη βοήθεια φτερώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + -φοιτος (< φοιτῶ «μεταβαίνω, πηγαίνω»)].