προστακτέον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(6_20) |
(4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προστακτέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προστάξῃ, Ξεν. Ἱέρων 9. 3· πρ. [[ὅπως]]... Πλάτ. Πολ. 527C. | |lstext='''προστακτέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ προστάξῃ, Ξεν. Ἱέρων 9. 3· πρ. [[ὅπως]]... Πλάτ. Πολ. 527C. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προστακτέον:''' adj. verb. к [[προστάσσω]]. | |||
}} | }} |