μεθομοίωσις: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(24) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεθομοίωσις''': ἡ, ἡ μετά τινος [[ὁμοίωσις]], Εὐστ. 1742, 17. | |lstext='''μεθομοίωσις''': ἡ, ἡ μετά τινος [[ὁμοίωσις]], Εὐστ. 1742, 17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεθομοίωσις]], -εως, ἡ (Α)<br />[[μεταμόρφωση]], [[εξομοίωση]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὁμοίωσις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A transformation, Eust.1742.16.
Greek (Liddell-Scott)
μεθομοίωσις: ἡ, ἡ μετά τινος ὁμοίωσις, Εὐστ. 1742, 17.
Greek Monolingual
μεθομοίωσις, -εως, ἡ (Α)
μεταμόρφωση, εξομοίωση με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὁμοίωσις.