Μυρρινοῦς: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Μυρρῐνοῦς''': οῦντος, ὁ, [[ὄνομα]] δήμου τῆς Ἀττικῆς, Στράβ. 309˙ - Μυρρινούσιος, ὁ, ὁ [[δημότης]] [[αὐτοῦ]], Πλάτ.: θηλ. Μυρρινοῦττα, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 297: πρβλ. [[Ῥαμνοῦς]]. | |lstext='''Μυρρῐνοῦς''': οῦντος, ὁ, [[ὄνομα]] δήμου τῆς Ἀττικῆς, Στράβ. 309˙ - Μυρρινούσιος, ὁ, ὁ [[δημότης]] [[αὐτοῦ]], Πλάτ.: θηλ. Μυρρινοῦττα, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 297: πρβλ. [[Ῥαμνοῦς]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦντος (ὁ) :<br />Myrrhinonte, <i>dème de la tribu Pandionide</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μυρρίνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦντος, ὁ, name of a deme of Attica, Str.9.1.22: Μυρρινούσιος, ὁ,
A an inhabitant of it, IG12.335.42, Aeschin.1.98, etc.:— but Μυρρινοῦττα, ἡ, another deme, IG2.872, 22.896.45, al.
Greek (Liddell-Scott)
Μυρρῐνοῦς: οῦντος, ὁ, ὄνομα δήμου τῆς Ἀττικῆς, Στράβ. 309˙ - Μυρρινούσιος, ὁ, ὁ δημότης αὐτοῦ, Πλάτ.: θηλ. Μυρρινοῦττα, ἡ, Συλλ. Ἐπιγρ. 297: πρβλ. Ῥαμνοῦς.
French (Bailly abrégé)
οῦντος (ὁ) :
Myrrhinonte, dème de la tribu Pandionide.
Étymologie: μυρρίνη.