λεξικογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(6_17)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεξῐκογράφος''': -ον, ὁ γράφων λεξικόν, Ἐτυμ. Μέγ. 221. 33.
|lstext='''λεξῐκογράφος''': -ον, ὁ γράφων λεξικόν, Ἐτυμ. Μέγ. 221. 33.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η (Α [[λεξικογράφος]], ὁ)<br />αυτός που ασχολείται με τη [[σύνταξη]] λεξικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεξικόν</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
}}
}}

Revision as of 07:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεξῐκογράφος Medium diacritics: λεξικογράφος Low diacritics: λεξικογράφος Capitals: ΛΕΞΙΚΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: lexikográphos Transliteration B: lexikographos Transliteration C: leksikografos Beta Code: lecikogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A lexicographer, EM 221.33.

German (Pape)

[Seite 28] ein Wörterbuch schreibend, E. M.

Greek (Liddell-Scott)

λεξῐκογράφος: -ον, ὁ γράφων λεξικόν, Ἐτυμ. Μέγ. 221. 33.

Greek Monolingual

ο, η (Α λεξικογράφος, ὁ)
αυτός που ασχολείται με τη σύνταξη λεξικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικόν + -γράφος].