λεξικογράφος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(6_17) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεξῐκογράφος''': -ον, ὁ γράφων λεξικόν, Ἐτυμ. Μέγ. 221. 33. | |lstext='''λεξῐκογράφος''': -ον, ὁ γράφων λεξικόν, Ἐτυμ. Μέγ. 221. 33. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η (Α [[λεξικογράφος]], ὁ)<br />αυτός που ασχολείται με τη [[σύνταξη]] λεξικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεξικόν</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A lexicographer, EM 221.33.
German (Pape)
[Seite 28] ein Wörterbuch schreibend, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
λεξῐκογράφος: -ον, ὁ γράφων λεξικόν, Ἐτυμ. Μέγ. 221. 33.
Greek Monolingual
ο, η (Α λεξικογράφος, ὁ)
αυτός που ασχολείται με τη σύνταξη λεξικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεξικόν + -γράφος].