ὀρνεοθηρευτικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρνεοθηρευτικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] περὶ τὴν θήραν πτηνῶν· ἡ ὀρνεοθηρευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), Ἀθήν. 25D. | |lstext='''ὀρνεοθηρευτικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]] περὶ τὴν θήραν πτηνῶν· ἡ ὀρνεοθηρευτικὴ (ἐξυπακ. [[τέχνη]]), Ἀθήν. 25D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρνεοθηρευτικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κυνήγι]] πτηνών<br /><b>2.</b> [[έμπειρος]] στο [[κυνήγι]] πτηνών<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ὀρνεοθηρευτική</i><br />η [[τέχνη]] του κυνηγιού τών πτηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνεον]] <span style="color: red;">+</span> [[θηρευτικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A skilled in bird-catching: ἡ -κή (sc. τέχνη) Ath.1.25d.
German (Pape)
[Seite 382] ή, όν, zum Vogelfange gehörig, ἡ ὀρνεοθηρευτική, sc. τέχνη, die Kunst des Vogelsangs, Ath. I, 25 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεοθηρευτικός: -ή, -όν, ἔμπειρος περὶ τὴν θήραν πτηνῶν· ἡ ὀρνεοθηρευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Ἀθήν. 25D.
Greek Monolingual
ὀρνεοθηρευτικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών
2. έμπειρος στο κυνήγι πτηνών
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀρνεοθηρευτική
η τέχνη του κυνηγιού τών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + θηρευτικός.