ἀβίοτος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀβίοτος''': -ον, ποιητ. = τῷ [[ἀβίωτος]], [[κατακονά]] [[ἀβίοτος]] βίου, [[ἀβίοτος]] βίου τύχα, Εὐρ. Ἱππ. 821, 867, [[ἔνθα]] πρότερον ἀνεγινώσκετο [[ἀβίωτος]].
|lstext='''ἀβίοτος''': -ον, ποιητ. = τῷ [[ἀβίωτος]], [[κατακονά]] [[ἀβίοτος]] βίου, [[ἀβίοτος]] βίου τύχα, Εὐρ. Ἱππ. 821, 867, [[ἔνθα]] πρότερον ἀνεγινώσκετο [[ἀβίωτος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἀβίωτος]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβίοτος Medium diacritics: ἀβίοτος Low diacritics: αβίοτος Capitals: ΑΒΙΟΤΟΣ
Transliteration A: abíotos Transliteration B: abiotos Transliteration C: aviotos Beta Code: a)bi/otos

English (LSJ)

ον,

   A making life unliveable, κατακονὰ ἀ. βίου, ἀ. βίου τύχα E.Hipp.821,868; βίοτος AP9.574 (v.l. κοὐ βίοτον).

German (Pape)

[Seite 3] βίοτος, Ep. ad. 653 (IX, 574), = ἀβίωτος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβίοτος: -ον, ποιητ. = τῷ ἀβίωτος, κατακονά ἀβίοτος βίου, ἀβίοτος βίου τύχα, Εὐρ. Ἱππ. 821, 867, ἔνθα πρότερον ἀνεγινώσκετο ἀβίωτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀβίωτος.