πετρόβλυστος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(6_17)
 
(32)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πετρόβλυστος''': -ον, ὁ ἐκ πέτρας ἀναβλύζων, Cod. Par. CV.
|lstext='''πετρόβλυστος''': -ον, ὁ ἐκ πέτρας ἀναβλύζων, Cod. Par. CV.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που αναβλύζει από την [[πέτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέτρα]] <span style="color: red;">+</span> [[βλύζω]] «[[αναπηδώ]], [[αναβλύζω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πετρόβλυστος: -ον, ὁ ἐκ πέτρας ἀναβλύζων, Cod. Par. CV.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αναβλύζει από την πέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + βλύζω «αναπηδώ, αναβλύζω»].