στρατόπλωτος: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
(6_15) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στρᾰτόπλωτος''': -ον, ([[πλέω]]) ὁ μεταφέρων διὰ θαλάσσης στρατόν, ῥῆτραι στρ., διαταγαὶ πρὸς ἔκπλουν, Λυκόφρ. 1037. | |lstext='''στρᾰτόπλωτος''': -ον, ([[πλέω]]) ὁ μεταφέρων διὰ θαλάσσης στρατόν, ῥῆτραι στρ., διαταγαὶ πρὸς ἔκπλουν, Λυκόφρ. 1037. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που μεταφέρει στρατό διά μέσου της θάλασσας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρατός]] <span style="color: red;">+</span> [[πλωτός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (πλέω)
A transporting an army, ῥῆτραι σ. orders for sailing, Lyc.1037.
German (Pape)
[Seite 952] das Heer überschiffend, ῥῆτραι, Lycophr. 1037.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτόπλωτος: -ον, (πλέω) ὁ μεταφέρων διὰ θαλάσσης στρατόν, ῥῆτραι στρ., διαταγαὶ πρὸς ἔκπλουν, Λυκόφρ. 1037.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μεταφέρει στρατό διά μέσου της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + πλωτός.