προπόλιος: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
(6_18) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προπόλιος''': -ον, ὁ πρὸ τοῦ προσήκοντος χρόνου πολιὸς γενόμενος, [[Πολυδ]]. Β΄, 12· [[προπόλιος]] τὴν κόμην Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 4. 32· [[ἀλλά]], ΙΙ. προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου, [[εἶδος]] καλύμματος ἐξ ἑρπύλλου περικαλύπτοντος τὸ [[πρόσωπον]], Σῆμος παρ’ Ἀθην. 622C· ὁ Δινδ. [[προκόμιον]]. | |lstext='''προπόλιος''': -ον, ὁ πρὸ τοῦ προσήκοντος χρόνου πολιὸς γενόμενος, [[Πολυδ]]. Β΄, 12· [[προπόλιος]] τὴν κόμην Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 4. 32· [[ἀλλά]], ΙΙ. προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου, [[εἶδος]] καλύμματος ἐξ ἑρπύλλου περικαλύπτοντος τὸ [[πρόσωπον]], Σῆμος παρ’ Ἀθην. 622C· ὁ Δινδ. [[προκόμιον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός του οποίου ασπρίζουν τα μαλλιά του [[πριν]] από την ώρα του, πρόωρα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου» — [[είδος]] προσωπίδας κατασκευασμένης από το [[φυτό]] [[έρπυλλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πολιός]] «[[φαιός]], [[γκρίζος]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A grey-haired before his time, Poll.2.12; προπόλιος τὴν κόμην Sch.Pi.O.4.32. II προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου chaplet, dub. in Semus 20.
German (Pape)
[Seite 740] 1) = προπόλεος, w. m. s. – 2) vor der Zeit graues Haar habend, Poll. Bei Ath. XIV, 622 c ist προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου περιθέμενοι eine Art Maske, wie es scheint.
Greek (Liddell-Scott)
προπόλιος: -ον, ὁ πρὸ τοῦ προσήκοντος χρόνου πολιὸς γενόμενος, Πολυδ. Β΄, 12· προπόλιος τὴν κόμην Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 4. 32· ἀλλά, ΙΙ. προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου, εἶδος καλύμματος ἐξ ἑρπύλλου περικαλύπτοντος τὸ πρόσωπον, Σῆμος παρ’ Ἀθην. 622C· ὁ Δινδ. προκόμιον.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός του οποίου ασπρίζουν τα μαλλιά του πριν από την ώρα του, πρόωρα
2. φρ. «προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου» — είδος προσωπίδας κατασκευασμένης από το φυτό έρπυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πολιός «φαιός, γκρίζος»].