ἐμποδοστατέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(6_20)
(big3_14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμποδοστατέω''': προξενῶ ἐμπόδιον εἰς πόδας τινός, [[γίνομαι]] ἐμπόδιον, [[ἐμποδίζω]], Διογ. Λ. 10, 95· διάφ. γραφ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. ἐμπεποδοστάτηκάς με ἀντὶ τοῦ: ταραχῇ ἐτάραξάς με (Κριταὶ ΙΑ΄, 35).
|lstext='''ἐμποδοστατέω''': προξενῶ ἐμπόδιον εἰς πόδας τινός, [[γίνομαι]] ἐμπόδιον, [[ἐμποδίζω]], Διογ. Λ. 10, 95· διάφ. γραφ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. ἐμπεποδοστάτηκάς με ἀντὶ τοῦ: ταραχῇ ἐτάραξάς με (Κριταὶ ΙΑ΄, 35).
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[salir al encuentro de]], c. el doble sent. [[ponerse en el camino de]] c. ac. ἐμπεποδοστάτηκάς με te has puesto en mi camino</i> LXX <i>Id</i>.11.35.<br /><b class="num">2</b> [[ser un obstáculo o estorbo]] οὐθὲν ἐμποδοστατεῖ τῶν ἐν τοῖς μετεώροις φαινομένων Epicur.<i>Ep</i>.[3] 95, τίς ... εὐτάκτως πεδιάδα γῆν διώδευσε φάλαγξ ... οὐκ ἐμποδοστατοῦντος (οὐδενός); ¿qué falange recorre en formación la llanura, sin que ninguno (de los soldados) estorbe? (a los demás)</i>, Dion.Alex.<i>Fr</i>.3.7 (p.146), c. giro prep. οὐδὲν τὸ ἐμποδοστατῆσόν ἐστι πρὸς τὴν ἀπειρίαν τῶν κόσμων no hay nada que se oponga a que el universo sea infinito</i> Epicur.<i>Ep</i>.[2] 45, cf. Ph.1.186<br /><b class="num">•</b>c. ac. int. ταῦτ' ... ἐμποδοστατήσαντες mediante estas acciones de obstrucción</i>, <i>PTeb</i>.24.54 (II a.C.).
}}
}}

Revision as of 12:28, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποδοστᾰτέω Medium diacritics: ἐμποδοστατέω Low diacritics: εμποδοστατέω Capitals: ΕΜΠΟΔΟΣΤΑΤΕΩ
Transliteration A: empodostatéō Transliteration B: empodostateō Transliteration C: empodostateo Beta Code: e)mpodostate/w

English (LSJ)

   A to be in the way, Epicur.Ep.1p.9U., PTeb.24.54 (ii B.C.), Ph.1.186:—also ἐμποδιοστᾰτέω, v.l. LXXJd.11.35.

German (Pape)

[Seite 815] im Wege stehen, Sp., wie D. L. 10, 95; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποδοστατέω: προξενῶ ἐμπόδιον εἰς πόδας τινός, γίνομαι ἐμπόδιον, ἐμποδίζω, Διογ. Λ. 10, 95· διάφ. γραφ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. ἐμπεποδοστάτηκάς με ἀντὶ τοῦ: ταραχῇ ἐτάραξάς με (Κριταὶ ΙΑ΄, 35).

Spanish (DGE)

1 salir al encuentro de, c. el doble sent. ponerse en el camino de c. ac. ἐμπεποδοστάτηκάς με te has puesto en mi camino LXX Id.11.35.
2 ser un obstáculo o estorbo οὐθὲν ἐμποδοστατεῖ τῶν ἐν τοῖς μετεώροις φαινομένων Epicur.Ep.[3] 95, τίς ... εὐτάκτως πεδιάδα γῆν διώδευσε φάλαγξ ... οὐκ ἐμποδοστατοῦντος (οὐδενός); ¿qué falange recorre en formación la llanura, sin que ninguno (de los soldados) estorbe? (a los demás), Dion.Alex.Fr.3.7 (p.146), c. giro prep. οὐδὲν τὸ ἐμποδοστατῆσόν ἐστι πρὸς τὴν ἀπειρίαν τῶν κόσμων no hay nada que se oponga a que el universo sea infinito Epicur.Ep.[2] 45, cf. Ph.1.186
c. ac. int. ταῦτ' ... ἐμποδοστατήσαντες mediante estas acciones de obstrucción, PTeb.24.54 (II a.C.).