κακογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
(6_15)
(18)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακογράφος''': ὁ, ὁ γράφων κακῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καλλιγράφος]], Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 287, 43.
|lstext='''κακογράφος''': ὁ, ὁ γράφων κακῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καλλιγράφος]], Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 287, 43.
}}
{{grml
|mltxt=ο, η (Μ [[κακογράφος]])<br />αυτός που γράφει δυσανάγνωστα, που έχει [[κακό]] γραφικό χαρακτήρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ορθο</i>-[[γράφος]], <i>ψευδο</i>-[[γράφος]]). Ο [[τονισμός]] στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη [[λέξη]], αντίθετα [[προς]] τον τονισμό στην [[προπαραλήγουσα]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κακόγραφος]]) που της προσδίδει παθητική σημ.].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1299] schlecht schreibend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κακογράφος: ὁ, ὁ γράφων κακῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ καλλιγράφος, Φωτίου Βιβλιοθ. σ. 287, 43.

Greek Monolingual

ο, η (Μ κακογράφος)
αυτός που γράφει δυσανάγνωστα, που έχει κακό γραφικό χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -γράφος (πρβλ. ορθο-γράφος, ψευδο-γράφος). Ο τονισμός στην παραλήγουσα προσδίδει ενεργητική σημ. στη λέξη, αντίθετα προς τον τονισμό στην προπαραλήγουσα (πρβλ. κακόγραφος) που της προσδίδει παθητική σημ.].