σιδηροβόρος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(6_16)
(37)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σιδηροβόρος''': -ον, = σιδηροβορώς, σ. [[σίδηρος]], [[ῥίνη]], [[ῥινίον]], Ὀππ. Κυν. 2. 174.
|lstext='''σιδηροβόρος''': -ον, = σιδηροβορώς, σ. [[σίδηρος]], [[ῥίνη]], [[ῥινίον]], Ὀππ. Κυν. 2. 174.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σιδηροβόρος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και [[σιδηροβόρος]] Ν<br />αυτός που κατατρώγει, που διαβρώνει, που καταστρέφει τον σίδηρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] «[[τροφή]]»), <b>πρβλ.</b> <i>σαρκο</i>-<i>βόρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:28, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροβόρος Medium diacritics: σιδηροβόρος Low diacritics: σιδηροβόρος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: sidērobóros Transliteration B: sidēroboros Transliteration C: sidirovoros Beta Code: sidhrobo/ros

English (LSJ)

ον,= σιδηροβρώς, σ. σίδηρος

   A a file, Opp.C.2.174.

German (Pape)

[Seite 879] = σιδηροβρώς, Opp. Cyn. 2, 174.

Greek (Liddell-Scott)

σιδηροβόρος: -ον, = σιδηροβορώς, σ. σίδηρος, ῥίνη, ῥινίον, Ὀππ. Κυν. 2. 174.

Greek Monolingual

-α, -ο / σιδηροβόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και σιδηροβόρος Ν
αυτός που κατατρώγει, που διαβρώνει, που καταστρέφει τον σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος].