ἡμιτρής: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιτρής''': ῆτος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ τετρημένος, Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1379. | |lstext='''ἡμιτρής''': ῆτος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ τετρημένος, Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1379. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμιτρής]] -ῆτος, ὁ (Μ)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ τρυπημένος, μισοτρυπημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρης</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρη</i>- του [[τετραίνω]], <b>[[πρβλ]].</b> παθ. παρακμ. <i>τέ</i>-<i>τρη</i>-<i>μαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφι</i>-[[τρής]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
ῆτος, ὁ, ἡ,
A half-bored, Choerob.in Theod.1.185.
German (Pape)
[Seite 1170] ῆτος, halb durchbohrt, B. A. 1379.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτρής: ῆτος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ τετρημένος, Χοιροβ. ἐν Α. Β. 1379.
Greek Monolingual
ἡμιτρής -ῆτος, ὁ (Μ)
ο κατά το ήμισυ τρυπημένος, μισοτρυπημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τρης (< θ. τρη- του τετραίνω, πρβλ. παθ. παρακμ. τέ-τρη-μαι), πρβλ. αμφι-τρής].